- ονοκένταυρος
- ὀνοκένταυρος, ό, θηλ. όνοκένταυρα (Α)1. είδος πιθήκου χωρίς ουρά2. είδος δαιμόνων που κατοικούσαν σε άγριους και έρημους τόπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κένταυρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀνοκενταύροις — ὀνοκένταυρος tailless ape masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνοκενταύρους — ὀνοκένταυρος tailless ape masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνοκενταύρων — ὀνοκένταυρος tailless ape masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνοκένταυροι — ὀνοκένταυρος tailless ape masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… … Dictionary of Greek
ԻՇԱՑՈՒԼ — (ցլու, լուց.) NBH 1 0864 Chronological Sequence: Early classical գ. ὁνοκένταυρος onocentaurus. Եղջերուաքաղ իմն մտացածին կենդանի խառն յիշոյ եւ ʼի ցլոյ. Տե՛ս եւ ՁԻԱՑՈՒԼ, եւ ՅՈՒՇԿԱՊՄԱՐԻԿ. *Յուշկապարկաց ասեն բնակեալ յաւերակսն, զոր յոյն լեզու իշացուլս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)